χιουμοριστής

χιουμοριστής
ο
αυτός που μιλάει ή γράφει με χιούμορ, ευθυμολόγος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χιουμοριστής — και ουμοριστής, ο, Ν χιουμορίστας. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. humoriste (βλ. και λ. χιούμορ)] …   Dictionary of Greek

  • ουμοριστής — ο βλ. χιουμοριστής …   Dictionary of Greek

  • χιουμοριστικός — ή, ό, Ν [χιουμοριστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιούμορ ή αυτός που ενέχει χιούμορ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”